- λυσέρως
- λυσέρως, -ωτος, ὁ (Α)αυτός που απαλλάσσει από τον έρωτα.[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. λυσ- (πρβλ. ἔ-λυσ-α, αόρ. τού λύω) + ἔρως (< ἔραμαι), πρβλ. χρυσ-έρως].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
Lyseros — LYSEROS, i, Gr. Λυσέρως, ου, oder wie andere lieber lesen wollen Δυσέρως. Voss. Theol. gent. VIII. c. 9. soll einer von den dreyen Liebesgöttern gewesen seyn, die sich bey den Liebenden einfanden. Serv. ad Virg. Aen. IV. 520. Er soll die Person,… … Gründliches mythologisches Lexikon
λυσι- — (AM λυσι ) α συνθετικό πολλών λ. τής Ελληνικής που ανάγεται στο p. λύω (πιθ. με επίδραση τού τ. λυσανίας*) σχηματίζοντας σύνθ. τού τύπου τερψίμβροτος. Στα σύνθ. αυτά το α συνθετικό λυσι εμφανίζεται με τις σημασίες τής εξασθένησης, χαλάρωσης (πρβλ … Dictionary of Greek